-
1 ὠμός
I prop. of flesh, raw, uncooked, Il.22.347, al.; opp. ὀπταλέος, Od.12.396; ὠμὸν καταφαγεῖν τινα or ὠμοῦ ἐσθίειν τινός to eat one raw, prov. of savage cruelty, X.An.4.8.14, HG3.3.6; soὠμὸν βεβρώθοις Πρίαμον Il.4.35
, cf. Od.18.87, etc.2 of eggs, Thphr. Vert.2; of vegetables,μύκητας ὠμοὺς.. φαγεῖν Antiph.188
;κριθαί Luc.Asin.17
; cf. ὠμήλυσις.3 of water, crude, opp. ἄπεφθος, Alex.198; also of milk, Arist.Mete. 380b8.4 of fruit, uncooked by the sun, unripe, opp. πέπων, Ar.Eq. 260 (troch.), cf. X.Oec.19.19 ([comp] Comp.), Arist.Mete. 380b7.5 of pitch, opp. ἑφθή, Gp.6.5.5, cf. Plb.5.89.6; of pottery, unbaked,χύτραι Dsc.1.68
, Gp.10.21.1;κέραμος ὠμός Arist.Mete. 380b8
, cf. GA 743a9: even of soil which needs to be exposed to the sun,ὡς ἡ ὠμὴ αὐτῆς ὀπτῷτο X.Oec.16.15
.6 of food, undigested, Anon.Lond.25.7, al., Plu.2.131c, 133d; of a person, suffering from indigestion, Philostr.Gym.54; also οὖρα, ὑποχωρήσεις, κατάρροι, Arist.Mete. 380b5.II metaph., savage, fierce, cruel, [δεσπόται] ὠμοί τε δούλοις A.Ag. 1045
;ὠ. φρόνημα Id.Th. 536
;ὠμῇ ξὺν ὀργῇ Id.Supp. 187
; ;τὰ.. Ἀγαμέμνονος κλύεις ὠμὰ καὶ πάντολμ' E.IA 913
(troch.);ὠμὸς ἔς τινα Id.Hipp. 1264
; and so in Prose,ὠμὸν τὸ βούλευμα.. ἐγνῶσθαι Th. 3.36
; οὕτως ὠμὴ <ἡ> στάσις προὐχώρησε ib.82;θηρευταὶ ὠμοὶ καὶ ἄνομοι Pl.Lg. 823e
; ὠμὴ ψυχή ib. 718d;χαλεπὸς καὶ ὠ. X.An.2.6.12
;τὸν οὕτως ὠμόν, τὸν οὕτως ἀγνώμονα D.21.97
; ὠμοὶ χρόνοι hard times, IG3.1372 (metr.). Adv.,ὠμῶς καὶ ἀπαραιτήτως Th.3
.[84], cf. X. Vect.5.6;ὠ. καὶ σχετλίως ἔχειν Isoc.19.31
;ὠ. καὶ πικρῶς D.29.2
;ὠ. ἀποκτείνειν Lys.13.63
codd. ὁμοίως Lipsius): [comp] Sup.,ὠμότατα διακεῖσθαι πρός τινα Isoc.9.49
.2 harsh, rough, cruel, ; ; πῶς ἂν ὠμότερος συκοφάντης γενοιτ'; a more coarse, more unmitigated sycophant, D.18.212. Adv. ὠμῶς rudely, coarsely, παρελθεῖν ὠ. καὶ ἀναιδῶς ib. 285.3 (from 1.4) ὠμὸν γῆρας an unripe, premature old age, Od. 15.357, Hes.Op. 705 (but ὠμότατον καὶ ἀγριώτατον γῆρας in signf. 11.1, Plu.Mar.2), cf. ὠμογέρων : ὠμὸς τόκος an untimely birth, Philostr. VS2.1.8. (Cf. Skt. āmás 'raw, uncooked'.)
См. также в других словарях:
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Λυσίας — I (Αθήνα 458; – 380; π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας. Ήταν γιος ενός πλούσιου Συρακούσιου, του Κεφάλου, ο οποίος ζούσε ως μέτοικος στην Αθήνα. Εξαιτίας των δημοκρατικών φρονημάτων του, αντιμετώπισε τις διώξεις των Τριάκοντα Τυράννων: η περιουσία του… … Dictionary of Greek